- ουλοθυσία
- οὐλοθυσία, ἡ (Α) [ουλοθυτώ]πλήρης ή τέλεια θυσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek